βασκάνιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βασκάνιον | τὰ | βασκάνιᾰ |
γενική | τοῦ | βασκανίου | τῶν | βασκανίων |
δοτική | τῷ | βασκανίῳ | τοῖς | βασκανίοις |
αιτιατική | τὸ | βασκάνιον | τὰ | βασκάνιᾰ |
κλητική ὦ! | βασκάνιον | βασκάνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασκανίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βασκανίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασκάνιον < βάσκαν(ος) + -ιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασκάνιον, -ου ουδέτερο
- φυλακτό κατά της μαγείας
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 592, @poesialatina.it, @books.google.gr
- πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος
βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως.
- πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος
- ≈ συνώνυμα: προβασκάνιον
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 592, @poesialatina.it, @books.google.gr
- (στον πληθυντικό) τα μάγια, κακόβουλες επιρροές
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βασκάνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.