Δείτε επίσης: Βαρελάς, βαρέλας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρελάς οι βαρελάδες
      γενική του βαρελά των βαρελάδων
    αιτιατική τον βαρελά τους βαρελάδες
     κλητική βαρελά βαρελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρελάς < βαρέλ(ι) + -άς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.ɾe.ˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρε‐λάς
ομόηχο: Βαρελάς
τονικό παρώνυμο: Βαρέλλας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρελάς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία