βαμβακοφυτεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαμβακοφυτεία < βαμβακο- + φυτεία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plantage de coton ή από την αγγλική cotton plantation [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.fiˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐φυ‐τεί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαμβακοφυτεία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- βαμβακοκαλλιέργεια
- βαμβακοχώραφο
- → δείτε τις λέξεις βαμβάκι και φυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαμβακοφυτεία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βαμβακοφυτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας