Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαμβακοφυτεία οι βαμβακοφυτείες
      γενική της βαμβακοφυτείας των βαμβακοφυτειών
    αιτιατική τη βαμβακοφυτεία τις βαμβακοφυτείες
     κλητική βαμβακοφυτεία βαμβακοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Βαμβακοφυτεία στην Αριζόνα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαμβακοφυτεία < βαμβακο- + φυτεία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plantage de coton ή από την αγγλική cotton plantation [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.fiˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμ‐βα‐κο‐φυ‐τεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαμβακοφυτεία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία