Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαμβακοχώραφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βαμβακοχώραφ
ο
τα
βαμβακοχώραφ
α
γενική
του
βαμβακοχώραφ
ου
των
βαμβακοχώραφ
ων
αιτιατική
το
βαμβακοχώραφ
ο
τα
βαμβακοχώραφ
α
κλητική
βαμβακοχώραφ
ο
βαμβακοχώραφ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαμβακοχώραφο
<
βαμβακο-
+
χωράφ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαμβακοχώραφο
ουδέτερο
χωράφι
στο οποίο έχει
σπαρεί
βαμβάκι
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μπαμπακοχώραφο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βαμβακοκαλλιέργεια
βαμβακοφυτεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαμβακοχώραφο