βαμβακέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βαμβακέμπορος | οι | βαμβακέμποροι |
γενική | του/της του |
βαμβακεμπόρου βαμβακέμπορου |
των | βαμβακεμπόρων & βαμβακέμπορων |
αιτιατική | τον/τη | βαμβακέμπορο | τους/τις τους |
βαμβακεμπόρους βαμβακέμπορους |
κλητική | βαμβακέμπορε | βαμβακέμποροι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Δείτε και την κλίση του βαμβακέμπορας. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαμβακέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βαμβακέμπορος
|