Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαλβιδοπάθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βαλβιδοπάθει
α
οι
βαλβιδοπάθει
ες
γενική
της
βαλβιδοπάθει
ας
των
βαλβιδοπαθει
ών
αιτιατική
τη
βαλβιδοπάθει
α
τις
βαλβιδοπάθει
ες
κλητική
βαλβιδοπάθει
α
βαλβιδοπάθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαλβιδοπάθεια
<
βαλβίδ(α)
+
-ο-
+
-πάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαλβιδοπάθεια
θηλυκό
(
ιατρική
)
δυσλειτουργία
ή
πάθηση
/
ασθένεια
(π.χ.
στένωση
κ.ά.) σε κάποια
καρδιακή
βαλβίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαλβιδοπάθεια
αγγλικά
:
valvulopathy
(en)
ιταλικά
:
valvulopatia
(it)