Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλανευτικός η βαλανευτική το βαλανευτικό
      γενική του βαλανευτικού της βαλανευτικής του βαλανευτικού
    αιτιατική τον βαλανευτικό τη βαλανευτική το βαλανευτικό
     κλητική βαλανευτικέ βαλανευτική βαλανευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλανευτικοί οι βαλανευτικές τα βαλανευτικά
      γενική των βαλανευτικών των βαλανευτικών των βαλανευτικών
    αιτιατική τους βαλανευτικούς τις βαλανευτικές τα βαλανευτικά
     κλητική βαλανευτικοί βαλανευτικές βαλανευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλανευτικός < αρχαία ελληνική βαλανευτικός < βαλανεῖον

  Επίθετο επεξεργασία

βαλανευτικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία