βαλίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαλίνη | οι | βαλίνες |
γενική | της | βαλίνης | των | βαλινών |
αιτιατική | τη | βαλίνη | τις | βαλίνες |
κλητική | βαλίνη | βαλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαλίνη < βαλερικό οξύ < βαλεριάνα + -ίνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαλίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο (CH3)2-CH-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Val ή V