Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυπερατός η βαθυπερατή το βαθυπερατό
      γενική του βαθυπερατού της βαθυπερατής του βαθυπερατού
    αιτιατική τον βαθυπερατό τη βαθυπερατή το βαθυπερατό
     κλητική βαθυπερατέ βαθυπερατή βαθυπερατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυπερατοί οι βαθυπερατές τα βαθυπερατά
      γενική των βαθυπερατών των βαθυπερατών των βαθυπερατών
    αιτιατική τους βαθυπερατούς τις βαθυπερατές τα βαθυπερατά
     κλητική βαθυπερατοί βαθυπερατές βαθυπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυπερατός < βαθυ- + περατός

  Επίθετο επεξεργασία

βαθυπερατός

  • (μαθηματικά),(ηλεκτρολογία) (Για φίλτρο) το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο συχνοτήτων,μικρότερων μίας δοσμένης συχνότητας αποκοπής.

  Μεταφράσεις επεξεργασία