βίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βίζα | οι | βίζες |
γενική | της | βίζας | — | |
αιτιατική | τη | βίζα | τις | βίζες |
κλητική | βίζα | βίζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβίζα θηλυκό
- άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους
- θα ταξιδέψει στην Αμερική, γι αυτό πήγε στην αμερικάνικη πρεσβεία να βγάλει βίζα
- (συνεκδοχικά) το έγγραφο που επιτρέπει την είσοδο και παραμονή ενός αλλοδαπού σε μια ξένη χώρα