↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βέλασμα τα βελάσματα
      γενική του βελάσματος των βελασμάτων
    αιτιατική το βέλασμα τα βελάσματα
     κλητική βέλασμα βελάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βέλασμα < μεσαιωνική ελληνική βέλασμα < βελάζω < αρχαία ελληνική *βελῶ[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βέλασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία