Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βελάζω < μεσαιωνική ελληνική βελάζω < αρχαία ελληνική *βελῶ[1] ή (ηχομιμητική λέξη)[2]

  Ρήμα επεξεργασία

βελάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. βελάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βελάζω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].