Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αἰτιατός αἰτιατή τὸ αἰτιατόν
      γενική τοῦ αἰτιατοῦ τῆς αἰτιατῆς τοῦ αἰτιατοῦ
      δοτική τῷ αἰτιατ τῇ αἰτιατ τῷ αἰτιατ
    αιτιατική τὸν αἰτιατόν τὴν αἰτιατήν τὸ αἰτιατόν
     κλητική ! αἰτιατέ αἰτιατή αἰτιατόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αἰτιατοί αἱ αἰτιαταί τὰ αἰτιατᾰ́
      γενική τῶν αἰτιατῶν τῶν αἰτιατῶν τῶν αἰτιατῶν
      δοτική τοῖς αἰτιατοῖς ταῖς αἰτιαταῖς τοῖς αἰτιατοῖς
    αιτιατική τοὺς αἰτιατούς τὰς αἰτιατᾱ́ς τὰ αἰτιατᾰ́
     κλητική ! αἰτιατοί αἰτιαταί αἰτιατᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰτιατώ τὼ αἰτιατᾱ́ τὼ αἰτιατώ
      γεν-δοτ τοῖν αἰτιατοῖν τοῖν αἰτιαταῖν τοῖν αἰτιατοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰτιατός < ρηματικό επίθετο του αἰτιάομαι/αἰτιῶμαι

  Επίθετο επεξεργασία

αἰτιατός, -ή, -όν

  1. αιτιατός
  2. (μεσαιωνική ελληνική) ένοχος, υπαίτιος
  3. (ουσιαστικοποιημένο) αἰτιατόν: αποτέλεσμα
     αντώνυμα: αἴτιον