Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αἰτιατός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
αἰτιατ
ός
ἡ
αἰτιατ
ή
τὸ
αἰτιατ
όν
γενική
τοῦ
αἰτιατ
οῦ
τῆς
αἰτιατ
ῆς
τοῦ
αἰτιατ
οῦ
δοτική
τῷ
αἰτιατ
ῷ
τῇ
αἰτιατ
ῇ
τῷ
αἰτιατ
ῷ
αιτιατική
τὸν
αἰτιατ
όν
τὴν
αἰτιατ
ήν
τὸ
αἰτιατ
όν
κλητική
ὦ
!
αἰτιατ
έ
αἰτιατ
ή
αἰτιατ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
αἰτιατ
οί
αἱ
αἰτιατ
αί
τὰ
αἰτιατ
ᾰ́
γενική
τῶν
αἰτιατ
ῶν
τῶν
αἰτιατ
ῶν
τῶν
αἰτιατ
ῶν
δοτική
τοῖς
αἰτιατ
οῖς
ταῖς
αἰτιατ
αῖς
τοῖς
αἰτιατ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
αἰτιατ
ούς
τὰς
αἰτιατ
ᾱ́ς
τὰ
αἰτιατ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
αἰτιατ
οί
αἰτιατ
αί
αἰτιατ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
αἰτιατ
ώ
τὼ
αἰτιατ
ᾱ́
τὼ
αἰτιατ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
αἰτιατ
οῖν
τοῖν
αἰτιατ
αῖν
τοῖν
αἰτιατ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αἰτιατός
<
ρηματικό επίθετο
του
αἰτιάομαι
/
αἰτιῶμαι
Επίθετο
επεξεργασία
αἰτιατός
, -ή, -όν
αιτιατός
(
μεσαιωνική ελληνική
)
ένοχος
,
υπαίτιος
(
ουσιαστικοποιημένο
)
αἰτιατόν
:
αποτέλεσμα
≠
αντώνυμα
:
αἴτιον