Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψυχοπόνετος η αψυχοπόνετη το αψυχοπόνετο
      γενική του αψυχοπόνετου της αψυχοπόνετης του αψυχοπόνετου
    αιτιατική τον αψυχοπόνετο την αψυχοπόνετη το αψυχοπόνετο
     κλητική αψυχοπόνετε αψυχοπόνετη αψυχοπόνετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψυχοπόνετοι οι αψυχοπόνετες τα αψυχοπόνετα
      γενική των αψυχοπόνετων των αψυχοπόνετων των αψυχοπόνετων
    αιτιατική τους αψυχοπόνετους τις αψυχοπόνετες τα αψυχοπόνετα
     κλητική αψυχοπόνετοι αψυχοπόνετες αψυχοπόνετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψυχοπόνετος < μεσαιωνική ελληνική ἀψυχοπόνετος < α στερητικό και μεσαιωνική ελληνική ψυχοπονῶ

  Επίθετο επεξεργασία

αψυχοπόνετος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία