Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψιός η αψιά το αψιό
      γενική του αψιού της αψιάς του αψιού
    αιτιατική τον αψιό την αψιά το αψιό
     κλητική αψιέ αψιά αψιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψιοί οι αψιές τα αψιά
      γενική των αψιών των αψιών των αψιών
    αιτιατική τους αψιούς τις αψιές τα αψιά
     κλητική αψιοί αψιές αψιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψιός < αψύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpsços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ψιός

  Επίθετο επεξεργασία

αψιός, -ά, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία