↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχρωματικός η αχρωματική το αχρωματικό
      γενική του αχρωματικού της αχρωματικής του αχρωματικού
    αιτιατική τον αχρωματικό την αχρωματική το αχρωματικό
     κλητική αχρωματικέ αχρωματική αχρωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχρωματικοί οι αχρωματικές τα αχρωματικά
      γενική των αχρωματικών των αχρωματικών των αχρωματικών
    αιτιατική τους αχρωματικούς τις αχρωματικές τα αχρωματικά
     κλητική αχρωματικοί αχρωματικές αχρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχρωματικός < α- στερητικό + χρωματικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αχρωματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία