αφυπηρετών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφυπηρετών | η | αφυπηρετούσα | το | αφυπηρετούν |
γενική | του | αφυπηρετούντος | της | αφυπηρετούσας & αφυπηρετούσης* |
του | αφυπηρετούντος |
αιτιατική | τον | αφυπηρετούντα | την | αφυπηρετούσα | το | αφυπηρετούν |
κλητική | αφυπηρετών | αφυπηρετούσα | αφυπηρετούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφυπηρετούντες | οι | αφυπηρετούσες | τα | αφυπηρετούντα |
γενική | των | αφυπηρετούντων | των | αφυπηρετουσών | των | αφυπηρετούντων |
αιτιατική | τους | αφυπηρετούντες | τις | αφυπηρετούσες | τα | αφυπηρετούντα |
κλητική | αφυπηρετούντες | αφυπηρετούσες | αφυπηρετούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίααφυπηρετών
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αφυπηρετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφυπηρετών
|