↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφροασιατικός η αφροασιατική το αφροασιατικό
      γενική του αφροασιατικού της αφροασιατικής του αφροασιατικού
    αιτιατική τον αφροασιατικό την αφροασιατική το αφροασιατικό
     κλητική αφροασιατικέ αφροασιατική αφροασιατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφροασιατικοί οι αφροασιατικές τα αφροασιατικά
      γενική των αφροασιατικών των αφροασιατικών των αφροασιατικών
    αιτιατική τους αφροασιατικούς τις αφροασιατικές τα αφροασιατικά
     κλητική αφροασιατικοί αφροασιατικές αφροασιατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφροασιατικός < Αφροασιάτ(ες) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fɾo.a.si.a.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φρο‐α‐σι‐α‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αφροασιατικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία