αφιλοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφιλοπρόσωπος < α- (στερητικό) + φιλοπρόσωπος (μαρτυρείται από το 1824)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fi.loˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φι‐λο‐πρό‐σω‐πος
Επίθετο επεξεργασία
αφιλοπρόσωπος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που δεν έχει φιλοπροσωπία, ο αμερόληπτος
- ※ Η μελέτη της εθνικής ιστορίας και η κριτική πρέπει να είναι αφιλοπρόσωπη, αυστηρή και χωρίς εμπάθειες.
- Μihai Ţipău, Έθνη και εθνικά ονόματα στην Ιστορία και το Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας του Δανιήλ Φιλιππίδη (1816), Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, 2006
- ※ Η μελέτη της εθνικής ιστορίας και η κριτική πρέπει να είναι αφιλοπρόσωπη, αυστηρή και χωρίς εμπάθειες.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφιλοπρόσωπος
→ δείτε τη λέξη αμερόληπτος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αφιλοπρόσωπος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- αφιλοπρόσωπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)