Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλοπρόσωπος η αφιλοπρόσωπη το αφιλοπρόσωπο
      γενική του αφιλοπρόσωπου της αφιλοπρόσωπης του αφιλοπρόσωπου
    αιτιατική τον αφιλοπρόσωπο την αφιλοπρόσωπη το αφιλοπρόσωπο
     κλητική αφιλοπρόσωπε αφιλοπρόσωπη αφιλοπρόσωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλοπρόσωποι οι αφιλοπρόσωπες τα αφιλοπρόσωπα
      γενική των αφιλοπρόσωπων των αφιλοπρόσωπων των αφιλοπρόσωπων
    αιτιατική τους αφιλοπρόσωπους τις αφιλοπρόσωπες τα αφιλοπρόσωπα
     κλητική αφιλοπρόσωποι αφιλοπρόσωπες αφιλοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφιλοπρόσωπος < α- (στερητικό) + φιλοπρόσωπος (μαρτυρείται από το 1824)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fi.loˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐φι‐λο‐πρό‐σω‐πος

  Επίθετο επεξεργασία

αφιλοπρόσωπος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αφιλοπρόσωποςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

  Πηγές επεξεργασία

  • αφιλοπρόσωπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)