Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτόμελος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτόμελ
ος
η
αυτόμελ
η
το
αυτόμελ
ο
γενική
του
αυτόμελ
ου
της
αυτόμελ
ης
του
αυτόμελ
ου
αιτιατική
τον
αυτόμελ
ο
την
αυτόμελ
η
το
αυτόμελ
ο
κλητική
αυτόμελ
ε
αυτόμελ
η
αυτόμελ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτόμελ
οι
οι
αυτόμελ
ες
τα
αυτόμελ
α
γενική
των
αυτόμελ
ων
των
αυτόμελ
ων
των
αυτόμελ
ων
αιτιατική
τους
αυτόμελ
ους
τις
αυτόμελ
ες
τα
αυτόμελ
α
κλητική
αυτόμελ
οι
αυτόμελ
ες
αυτόμελ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτόμελος
< (
αυτό-
) →
δείτε
τις λέξεις
αυτός
και
μέλος
Επίθετο
επεξεργασία
αυτόμελος, -η, -ο
(
φιλολογία
)
συνώνυμο
του
ιδιόμελος
αυτόμελος ύμνος
αυτόμελη ωδή
αυτόμελο τροπάριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτόμελος
→
δείτε
τη λέξη
ιδιόμελος