αυτοφθορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοφθορισμός < αυτο- + φθορισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική autofluorescence)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοφθορισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) φθορισμός που προκαλείται μόνος του, χωρίς εξωτερική επέμβαση
- (ιατρική, οφθαλμολογία) ειδική απεικονιστική οφθαλμολογική εξέταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοφθορισμός