Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοκαταδίκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοκαταδίκ
η
οι
αυτοκαταδίκ
ες
γενική
της
αυτοκαταδίκ
ης
των
αυτοκαταδικ
ών
αιτιατική
την
αυτοκαταδίκ
η
τις
αυτοκαταδίκ
ες
κλητική
αυτοκαταδίκ
η
αυτοκαταδίκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοκαταδίκη
<
αυτο-
+
καταδίκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοκαταδίκη
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
αυτοκαταδικάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοκαταδίκη
αγγλικά
:
self-condemnation
(en)
ιταλικά
:
autocondanna
(it)