αυτοκέφαλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκέφαλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκέφαλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκέφαλο ουδέτερο
- (θρησκεία) το να είναι μια εκκλησία αυτοκέφαλη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκέφαλο
|