Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδραστικός η αυτοδραστική το αυτοδραστικό
      γενική του αυτοδραστικού της αυτοδραστικής του αυτοδραστικού
    αιτιατική τον αυτοδραστικό την αυτοδραστική το αυτοδραστικό
     κλητική αυτοδραστικέ αυτοδραστική αυτοδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδραστικοί οι αυτοδραστικές τα αυτοδραστικά
      γενική των αυτοδραστικών των αυτοδραστικών των αυτοδραστικών
    αιτιατική τους αυτοδραστικούς τις αυτοδραστικές τα αυτοδραστικά
     κλητική αυτοδραστικοί αυτοδραστικές αυτοδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
αυτοδραστικός < αυτο- + δραστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτοδραστικός, -ή, -ό

  • που δρα αυτόβουλα