Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοαποτελεσματικότητα οι αυτοαποτελεσματικότητες
      γενική της αυτοαποτελεσματικότητας των αυτοαποτελεσματικοτήτων
    αιτιατική την αυτοαποτελεσματικότητα τις αυτοαποτελεσματικότητες
     κλητική αυτοαποτελεσματικότητα αυτοαποτελεσματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαποτελεσματικότητα < αυτο- + αποτελεσματικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-efficacy)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοαποτελεσματικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία