↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοαναφλέξιμος η αυτοαναφλέξιμη το αυτοαναφλέξιμο
      γενική του αυτοαναφλέξιμου της αυτοαναφλέξιμης του αυτοαναφλέξιμου
    αιτιατική τον αυτοαναφλέξιμο την αυτοαναφλέξιμη το αυτοαναφλέξιμο
     κλητική αυτοαναφλέξιμε αυτοαναφλέξιμη αυτοαναφλέξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοαναφλέξιμοι οι αυτοαναφλέξιμες τα αυτοαναφλέξιμα
      γενική των αυτοαναφλέξιμων των αυτοαναφλέξιμων των αυτοαναφλέξιμων
    αιτιατική τους αυτοαναφλέξιμους τις αυτοαναφλέξιμες τα αυτοαναφλέξιμα
     κλητική αυτοαναφλέξιμοι αυτοαναφλέξιμες αυτοαναφλέξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοαναφλέξιμος < αυτο- + αναφλέξιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτοαναφλέξιμος, -η, -ο

  • που αναφλέγεται από μόνος του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία