αυτοαναφλέξιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοαναφλέξιμος < αυτο- + αναφλέξιμος
Επίθετο
επεξεργασίααυτοαναφλέξιμος, -η, -ο
- που αναφλέγεται από μόνος του
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοαναφλέξιμος
|
αυτοαναφλέξιμος, -η, -ο
|