↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοΐαση οι αυτοϊάσεις
      γενική της αυτοΐασης* των αυτοϊάσεων
    αιτιατική την αυτοΐαση τις αυτοϊάσεις
     κλητική αυτοΐαση αυτοϊάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοϊάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοΐαση < αυτο- + ίαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοΐαση θηλυκό

  • η δυνατότητα που έχει κάποιος ή κάτι να γιατρέψει τον εαυτό του
    Οι επιστήμονες της εταιρείας, ανακάλυψαν μία νέα κλάση πολυμερούς σταθερής θερμοκρασίας που είναι πιο δυνατό κι απ’ το ανθρώπινο κόκκαλο, πλήρως ανακυκλώσιμο και με δυνατότητες αυτοΐασης! (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία