αυστραλιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυστραλιακός < Αυστραλί(α) + -ακός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /af.stɾa.li.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐στρα‐λι‐α‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααυστραλιακός, -ή, -ό
- άλλη γραφή του αυστραλιανός
- ※ Τρεις άνθρωποι πέθαναν και 12 ακόμη ασθένησαν από λιστερίωση πιθανότατα επειδή κατανάλωσαν μολυσμένα πεπόνια κανταλούπε και περισσότερα κρούσματα αναμένεται να ξεσπάσουν, ανακοίνωσαν οι αυστραλιακές υγειονομικές αρχές.
- Αυστραλία: Τρεις νεκροί από λιστερίωση λόγω κατανάλωσης μολυσμένων πεπονιών κανταλούπε, Η Καθημερινή, 3 Μαρτίου 2018
- ※ Τρεις άνθρωποι πέθαναν και 12 ακόμη ασθένησαν από λιστερίωση πιθανότατα επειδή κατανάλωσαν μολυσμένα πεπόνια κανταλούπε και περισσότερα κρούσματα αναμένεται να ξεσπάσουν, ανακοίνωσαν οι αυστραλιακές υγειονομικές αρχές.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυστραλιακός
→ δείτε τη λέξη αυστραλιανός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αυστραλιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας