αυθεντικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυθεντικότητα < αυθεντικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυθεντικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αυθεντικός, η ιδιότητα του αυθεντικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυθεντικότητα
αυθεντικότητα θηλυκό