authenticity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
authenticity (en) (μη μετρήσιμο)
- η αυθεντικότητα, η γνησιότητα
- ↪ I dispute the authenticity of this artwork.
- Αμφισβητώ την αυθεντικότητα αυτού του έργου τέχνης.
- ↪ They will confirm the authenticity of the painting.
- Θα επιβεβαιώσουν τη γνησιότητά του πίνακα.
- ↪ I dispute the authenticity of this artwork.