ατσιδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.t͡si.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τσι‐δι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατσιδισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του ανθρώπου που είναι ατσίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατσιδισμός
→ δείτε τη λέξη καπατσοσύνη |
Πηγές επεξεργασία
- ατσιδισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας