ατρωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατρωσία | οι | ατρωσίες |
γενική | της | ατρωσίας | των | ατρωσιών |
αιτιατική | την | ατρωσία | τις | ατρωσίες |
κλητική | ατρωσία | ατρωσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατρωσία < (ελληνιστική κοινή) ἀτρωσία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατρωσία θηλυκό
- η ιδιότητα του άτρωτου, το να είναι κάποιος άτρωτος
- (τεχνολογία) η ικανότητα συσκευής να λειτουργεί σε ικανοποιητικό βαθμό, παρά την εμφάνιση ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άτρωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατρωσία
|