Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατμοπαγίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ατμοπαγίδ
α
οι
ατμοπαγίδ
ες
γενική
της
ατμοπαγίδ
ας
των
ατμοπαγίδ
ων
αιτιατική
την
ατμοπαγίδ
α
τις
ατμοπαγίδ
ες
κλητική
ατμοπαγίδ
α
ατμοπαγίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατμοπαγίδα
<
ατμός
+
-ο-
+
παγίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατμοπαγίδα
θηλυκό
(
νεολογισμός
)
συσκευή
ή
κατασκευή
που
παγιδεύει
/
κατακρατεί
τον
ατμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατμοπαγίδα