αταβάνωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αταβάνωτος, -η, -ο
- ο χωρίς ταβάνι, χωρίς οροφή
- το μικρό σπίτι έπαθε τόση μεγάλη ζημιά από το σεισμό, που έμεινε αταβάνωτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αταβάνωτος
|