ταβανώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταβανώνω < ταβάνι
Ρήμα
επεξεργασίαταβανώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταβανώνω | ταβάνωνα | θα ταβανώνω | να ταβανώνω | ταβανώνοντας | |
β' ενικ. | ταβανώνεις | ταβάνωνες | θα ταβανώνεις | να ταβανώνεις | ταβάνωνε | |
γ' ενικ. | ταβανώνει | ταβάνωνε | θα ταβανώνει | να ταβανώνει | ||
α' πληθ. | ταβανώνουμε | ταβανώναμε | θα ταβανώνουμε | να ταβανώνουμε | ||
β' πληθ. | ταβανώνετε | ταβανώνατε | θα ταβανώνετε | να ταβανώνετε | ταβανώνετε | |
γ' πληθ. | ταβανώνουν(ε) | ταβάνωναν ταβανώναν(ε) |
θα ταβανώνουν(ε) | να ταβανώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταβάνωσα | θα ταβανώσω | να ταβανώσω | ταβανώσει | ||
β' ενικ. | ταβάνωσες | θα ταβανώσεις | να ταβανώσεις | ταβάνωσε | ||
γ' ενικ. | ταβάνωσε | θα ταβανώσει | να ταβανώσει | |||
α' πληθ. | ταβανώσαμε | θα ταβανώσουμε | να ταβανώσουμε | |||
β' πληθ. | ταβανώσατε | θα ταβανώσετε | να ταβανώσετε | ταβανώστε | ||
γ' πληθ. | ταβάνωσαν ταβανώσαν(ε) |
θα ταβανώσουν(ε) | να ταβανώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταβανώσει | είχα ταβανώσει | θα έχω ταβανώσει | να έχω ταβανώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταβανώσει | είχες ταβανώσει | θα έχεις ταβανώσει | να έχεις ταβανώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταβανώσει | είχε ταβανώσει | θα έχει ταβανώσει | να έχει ταβανώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταβανώσει | είχαμε ταβανώσει | θα έχουμε ταβανώσει | να έχουμε ταβανώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταβανώσει | είχατε ταβανώσει | θα έχετε ταβανώσει | να έχετε ταβανώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταβανώσει | είχαν ταβανώσει | θα έχουν ταβανώσει | να έχουν ταβανώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταβανώνω
|