↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχηματοποίητος η ασχηματοποίητη το ασχηματοποίητο
      γενική του ασχηματοποίητου της ασχηματοποίητης του ασχηματοποίητου
    αιτιατική τον ασχηματοποίητο την ασχηματοποίητη το ασχηματοποίητο
     κλητική ασχηματοποίητε ασχηματοποίητη ασχηματοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχηματοποίητοι οι ασχηματοποίητες τα ασχηματοποίητα
      γενική των ασχηματοποίητων των ασχηματοποίητων των ασχηματοποίητων
    αιτιατική τους ασχηματοποίητους τις ασχηματοποίητες τα ασχηματοποίητα
     κλητική ασχηματοποίητοι ασχηματοποίητες ασχηματοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχηματοποίητος < α- + σχηματοποιώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασχηματοποίητος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ασχηματοποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)