ασφόδελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασφόδελος < αρχαία ελληνική ἀσφόδελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασφόδελος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- ακαρώνι
- άρβυκας
- ασφέρδουκλας
- ασφοδελίνη
- ασφοδήλι
- ασφοντύλι
- ασφόντυλος
- περιδρομόχορτο
- σπερδούκλα
- σπερδούκλι
- σφερδούκλας
- σπουρδακύλα
- σφερδούλακας
- σφοντύλι