περιδρομόχορτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιδρομόχορτο < περίδρομ(ος) + -ό- + -χορτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιδρομόχορτο ουδέτερο
- το φυτό ασφόδελος
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιδρομόχορτο
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |