σφερδούλακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφερδούλακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφερδούλακας αρσενικό
- το φυτό ασφόδελος
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ασφόδελος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφερδούλακας
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |