ασυσπείρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυσπείρωτος < α- στερητ. + συσπειρώνω
Επίθετο
επεξεργασίαασυσπείρωτος
- που δεν έχει συσπειρωθεί με άλλους γύρω από κάτι
- πολλοί οπαδοί τής αριστεράς παραμένουν ασυσπείρωτοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασυσπείρωτος
|