πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυρματοφόρος η ασυρματοφόρος
& ασυρματοφόρα
το ασυρματοφόρο
      γενική του ασυρματοφόρου της ασυρματοφόρου
& ασυρματοφόρας
του ασυρματοφόρου
    αιτιατική τον ασυρματοφόρο την ασυρματοφόρο
& ασυρματοφόρα
το ασυρματοφόρο
     κλητική ασυρματοφόρε ασυρματοφόρε
& ασυρματοφόρα
ασυρματοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυρματοφόροι οι ασυρματοφόροι
& ασυρματοφόρες
τα ασυρματοφόρα
      γενική των ασυρματοφόρων των ασυρματοφόρων των ασυρματοφόρων
    αιτιατική τους ασυρματοφόρους τις ασυρματοφόρους
& ασυρματοφόρες
τα ασυρματοφόρα
     κλητική ασυρματοφόροι ασυρματοφόροι
& ασυρματοφόρες
ασυρματοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυρματοφόρος < ασύρματ(ος) + -ο- + -φόρος

ασυρματοφόρος, -ος/-α, -ο

  • που φέρει, που έχει ασύρματο
    ο στρατός είναι εξοπλισμένος με ασυρματοφόρα οχήματα

Μεταφράσεις

επεξεργασία