Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστιατρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστιατρικ
ός
η
αστιατρικ
ή
το
αστιατρικ
ό
γενική
του
αστιατρικ
ού
της
αστιατρικ
ής
του
αστιατρικ
ού
αιτιατική
τον
αστιατρικ
ό
την
αστιατρικ
ή
το
αστιατρικ
ό
κλητική
αστιατρικ
έ
αστιατρικ
ή
αστιατρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστιατρικ
οί
οι
αστιατρικ
ές
τα
αστιατρικ
ά
γενική
των
αστιατρικ
ών
των
αστιατρικ
ών
των
αστιατρικ
ών
αιτιατική
τους
αστιατρικ
ούς
τις
αστιατρικ
ές
τα
αστιατρικ
ά
κλητική
αστιατρικ
οί
αστιατρικ
ές
αστιατρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστιατρικός
<
αστίατρος
<
άστυ
+
ιατρός
Επίθετο
επεξεργασία
αστιατρικός
ο σχετικός με τη δημόσια υγεία στις πόλεις
αστιατρική
υπηρεσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστιατρικός