↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκοειδής η ασκοειδής το ασκοειδές
      γενική του ασκοειδούς* της ασκοειδούς του ασκοειδούς
    αιτιατική τον ασκοειδή την ασκοειδή το ασκοειδές
     κλητική ασκοειδή(ς) ασκοειδής ασκοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκοειδείς οι ασκοειδείς τα ασκοειδή
      γενική των ασκοειδών των ασκοειδών των ασκοειδών
    αιτιατική τους ασκοειδείς τις ασκοειδείς τα ασκοειδή
     κλητική ασκοειδείς ασκοειδείς ασκοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκοειδής < ασκός + είδος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασκοειδής

  • όμοιος με ασκό
    ασκοειδής κύστη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία