ασημόχυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.siˈmo.çi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ση‐μό‐χυ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαασημόχυτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που είναι καλυμμένος με ασήμι
- ※ Τριπλέκει καὶ χρυσόνειρα τρικλώθει, καὶ ξανοίγει / τὸν ἀργαλειὸ ἀσημόχυτο, τὸ χτένι φιλτισένιο, / σαΐττα θάμα, ἀντί, χρυσό, καὶ χαίρεται – πῶς σμίγει / μετάξινο ὡριοστήμονο μὲ ὑφάδι χρυσαφένιο.
- Λουκάς Δαράκης, Τραγούδια του χωριού - Στον αργαλειό, Νέα Εστία, Έτος Γ΄, τεύχος 53 (1 Μαρτίου 1929), σελ. 184
- ※ Τριπλέκει καὶ χρυσόνειρα τρικλώθει, καὶ ξανοίγει / τὸν ἀργαλειὸ ἀσημόχυτο, τὸ χτένι φιλτισένιο, / σαΐττα θάμα, ἀντί, χρυσό, καὶ χαίρεται – πῶς σμίγει / μετάξινο ὡριοστήμονο μὲ ὑφάδι χρυσαφένιο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασημόχυτος
|
Πηγές
επεξεργασία- ασημόχυτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)