↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρωμουνικός η αρωμουνική το αρωμουνικό
      γενική του αρωμουνικού της αρωμουνικής του αρωμουνικού
    αιτιατική τον αρωμουνικό την αρωμουνική το αρωμουνικό
     κλητική αρωμουνικέ αρωμουνική αρωμουνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρωμουνικοί οι αρωμουνικές τα αρωμουνικά
      γενική των αρωμουνικών των αρωμουνικών των αρωμουνικών
    αιτιατική τους αρωμουνικούς τις αρωμουνικές τα αρωμουνικά
     κλητική αρωμουνικοί αρωμουνικές αρωμουνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρωμουνικός < Αρωμούνος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αρωμουνικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τους Αρωμούνους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία