Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρωμουνικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρωμουνικ
ός
η
αρωμουνικ
ή
το
αρωμουνικ
ό
γενική
του
αρωμουνικ
ού
της
αρωμουνικ
ής
του
αρωμουνικ
ού
αιτιατική
τον
αρωμουνικ
ό
την
αρωμουνικ
ή
το
αρωμουνικ
ό
κλητική
αρωμουνικ
έ
αρωμουνικ
ή
αρωμουνικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρωμουνικ
οί
οι
αρωμουνικ
ές
τα
αρωμουνικ
ά
γενική
των
αρωμουνικ
ών
των
αρωμουνικ
ών
των
αρωμουνικ
ών
αιτιατική
τους
αρωμουνικ
ούς
τις
αρωμουνικ
ές
τα
αρωμουνικ
ά
κλητική
αρωμουνικ
οί
αρωμουνικ
ές
αρωμουνικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρωμουνικός
<
Αρωμούνος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αρωμουνικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με τους
Αρωμούνους
, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αρωμανικός
Συνώνυμα
επεξεργασία
βλαχικός
Συγγενικά
επεξεργασία
αρωμουνικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρωμουνικός
*
αλβανικά
:
arumun
(sq)
(
αρσενικό
),
arumune
(sq)
(
θηλυκό
)
ρουμανικά
:
aromân
(ro)
,
aromânesc
(ro)
(
αρσενικό
),
aromână
(ro)
,
aromânească
(ro)
(
θηλυκό
)