αρχιθησαυροφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχιθησαυροφύλακας < αρχι- + θησαυροφύλακας
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρχιθησαυροφύλακας αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχιθησαυροφύλακας
αρχιθησαυροφύλακας αρσενικό