Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρχειακ
ός
η
αρχειακ
ή
το
αρχειακ
ό
γενική
του
αρχειακ
ού
της
αρχειακ
ής
του
αρχειακ
ού
αιτιατική
τον
αρχειακ
ό
την
αρχειακ
ή
το
αρχειακ
ό
κλητική
αρχειακ
έ
αρχειακ
ή
αρχειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρχειακ
οί
οι
αρχειακ
ές
τα
αρχειακ
ά
γενική
των
αρχειακ
ών
των
αρχειακ
ών
των
αρχειακ
ών
αιτιατική
τους
αρχειακ
ούς
τις
αρχειακ
ές
τα
αρχειακ
ά
κλητική
αρχειακ
οί
αρχειακ
ές
αρχειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχειακός
<
αρχείο
Επίθετο
επεξεργασία
αρχειακός
-ή -ό
αυτός που έχει την ιδιότητα του αρχείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχειακός
αγγλικά
:
archival
(en)