Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιότερος η αρχαιότερη το αρχαιότερο
      γενική του αρχαιότερου της αρχαιότερης του αρχαιότερου
    αιτιατική τον αρχαιότερο την αρχαιότερη το αρχαιότερο
     κλητική αρχαιότερε αρχαιότερη αρχαιότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιότεροι οι αρχαιότερες τα αρχαιότερα
      γενική των αρχαιότερων των αρχαιότερων των αρχαιότερων
    αιτιατική τους αρχαιότερους τις αρχαιότερες τα αρχαιότερα
     κλητική αρχαιότεροι αρχαιότερες αρχαιότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιότερος < συγκριτικός βαθμός τού αρχαίος

  Επίθετο επεξεργασία

αρχαιότερος, -η, -ο

  1. ο χρονολογικά προηγούμενος
    Η μυκηναϊκή εποχή είναι αρχαιότερη από τη γεωμετρική
  2. ο ανώτερος σε ιεραρχική τάξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία