αρτιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρτιότητα < αρχαία ελληνική ἀρτιότης < ἄρτιος < ἄρτι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (ταιριάζω, ἀραρίσκω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρτιότητα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρτιότητα