αρσιβαρίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρσιβαρίστας < (καθαρεύουσα) ἄρσι(ς) βαρ(ῶν) (άρση βαρών) > αρσι- (< άρση) + -βαρ- (< βάρος) + -ίστας [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.si.vaˈɾi.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐σι‐βα‐ρί‐στας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρσιβαρίστας αρσενικό (θηλυκό αρσιβαρίστρια)
- (αθλητισμός) ο αθλητής της άρσης βαρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρσιβαρίστας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρσιβαρίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας