Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρσιβαρίστας οι αρσιβαρίστες
      γενική του αρσιβαρίστα των αρσιβαριστών
    αιτιατική τον αρσιβαρίστα τους αρσιβαρίστες
     κλητική αρσιβαρίστα αρσιβαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ο σοβιετικός αρσιβαρίστας Βίκτορ Μαζίν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας (1980)

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρσιβαρίστας < (καθαρεύουσα) ἄρσι(ς) βαρ(ῶν) (άρση βαρών) > αρσι- (< άρση) + -βαρ- (< βάρος) + -ίστας [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.si.vaˈɾi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐σι‐βα‐ρί‐στας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρσιβαρίστας αρσενικό (θηλυκό αρσιβαρίστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία